χασικλίδικος

χασικλίδικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χασικλή.
2. το ουδ. ως ουσ., χασικλίδικο χασισοποτείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”